νάματος

νάματος
νά̱ματος , νᾶμα
anything flowing
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CASTALIUS Fons — Caballinus, et Libethris dicitur. Est in radicibus Parnassi, Musis sacer. Virgilius Castaliam vocat Georg. l. 3. v. 293. Iuvat ire iugis, qua nulla priorum Castaliam molli divertitur orbita clivo. De nominis origine sic Bochart. l. 1. Chanann. c …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλμυρονάματος — ἁλμυρονάματος, ον (Α) αυτός που έχει αλμυρά νάματα, δηλ. αλμυρά ρείθρα, αλμυρές πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλμυρὸς + νάματος < νᾶμα] …   Dictionary of Greek

  • νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • φιλονάματος — ον, Α αυτός που αγαπά το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νάματος (< νᾶμα, άματος «νερό που αναβλύζει από πηγή»)] …   Dictionary of Greek

  • χεύμα — τὸ, ΜΑ καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῡ νάματος», Ευσ. β. «ποτάμιον... χεῡμ ὑδάτων», Ευρ. γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ. δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) ροή, ρύση («δένδρον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”